- ἀντιδιασταλτικός
- ἀντι-δια-σταλτικός, trennend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀντιδιασταλτικόν — ἀντιδιασταλτικός distinctive masc acc sg ἀντιδιασταλτικός distinctive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιασταλτικαί — ἀντιδιασταλτικός distinctive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιασταλτικῆς — ἀντιδιασταλτικός distinctive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιασταλτική — ἀντιδιασταλτικός distinctive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιασταλτικῶς — ἀντιδιασταλτικός distinctive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)